Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

ΠΕΡΙ ΟΥΝΙΑΣ ...ΠΡΟΣ ΓΝΩΣΙΝ...


Ας μιλήσουμε για την ΟΥΝΙΑ, ξεχασμένη μεν, αλλά "γιαφκα" του Βατικανού στα σπλάχνα της Ορθοδοξίας

Η ΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΑΡΝΙ - THE UNITES AND THE CARNIVOROUS LAMB

Για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η ύπαρξη αυτής της θρησκευτικής ομάδας είναι τελείως άγνωστη, ακόμη και αν στον έξω κόσμο κυκλοφορούν και αυτοαποκαλούνται ως Έλληνες Καθολικοί. Στην Ελλάδα ο όρος «'Ελληνες Καθολικοί» σημαίνει ότι κάποιος με ελληνική ιθαγένεια ανήκει στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όμως, έξω από την Ελλάδα την ίδια, ο όρος αυτός έχει μια εντελώς διαφορετική έννοια. Για τον υπόλοιπο κόσμο ο όρος "Έλληνας Καθολικός'' κατέληξε να σημαίνει ότι κάποιος ανήκει σε μια ομάδα ανθρώπων που κάποτε ήταν μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά έχουν αποδεχθεί τον Πάπα και την εξουσία του πάνω τους, χωρίς να αλλάξουν την Ορθόδοξη τους προβολή. 



Με άλλα λόγια, από έξω φαίνονται και φέρονται ως Ορθόδοξοι ενώ από μέσα τους είναι Καθολικοί. Διατηρούν τη λειτουργία, θεολογία και τις λατρευτικές παραδόσεις των διαφόρων Ορθοδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών, αλλά είναι σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα και υπάγονται στο Βατικανό. 
Οι άνθρωποι αυτοί είναι Ουνίτες και είναι μέλη της Ουνίας, και ενώ στην Ελλάδα αυτή η ομάδα αριθμεί μόνο 2,000 μέλη, ο αριθμός τους είναι μεγάλος και είναι διάσπαρτοι κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, Ρωσία, και Μέση Ανατολή όπου εκεί είναι γνωστοί ως Μεχλίτες ή Μελκίτες. Αλλά πώς δημιουργήθηκαν αυτοί οι Ουνίτες που αυτοαποκαλούνται Έλληνες Καθολικοί, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή τους; Η απάντηση για το θέμα αυτό, θα πρέπει να ξεκινήσει από το ίδιο το Βατικανό και να εξετάσουμε τη πολιτική του σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, από τότε που το μεγάλο σχίσμα της Χριστιανικής Εκκλησίας εμφανίστηκε σε 1054, το οποίο χώρισε τον χριστιανικό κόσμο μεταξύ της Ορθόδοξης Ανατολής και της Καθολικής (αργότερα επίσης και της Προτεσταντικής) Δύσης, το Βατικανό είχε πάντα ως επιθυμία να έχει υπό τον έλεγχο του τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης (1203/1204) από την 4η Σταυροφορία ήταν η κορύφωση αυτής της πολιτικής του Βατικανού, αλλά έχει επίσης προσπάθησε να αναγκάσει τους Ορθόδοξους λαούς να υποταχθούν κάτω από την εξουσία του Βατικανού, αρχικά με διάφορες συνόδους, όπως κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Φλωρεντίας (1437-9) . Όταν αυτές οι σύνοδοι δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, το Βατικανό επανήλθε στην πολιτική της δημιουργίας Ουνιτικών Εκκλησιών. 
Οι Ουνιτικές Εκκλησίες είναι οι Εκκλησίες που δημιουργούνται όταν Ορθόδοξοι πιστοί ανασπάζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδέχονται τον Πάπα, αλλά ακόμη εξακολουθούν να τηρούν όλες τις Ορθόδοξες παραδόσεις. Η αλήθεια είναι ότι η δημιουργία των Ουνιτικών Εκκλησιών, άρχισε ήδη από το 1215 κατά τη διάρκεια της Συνόδου του Λατερανού, αλλά αυτή η πολιτική του Βατικανού δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι μεταξύ του 1587-1596, όταν δύο Ουνίτες μοναχοί συνέργησαν με τον βασιλιά της Πολωνίας με τη δημιουργία ενός αριθμού συνόδων με τον Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο του Κίεβο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ένωση των Ορθόδοξων της Πολωνίας και της Νοτιοδυτικής Ρωσίας με το Βατικανό. Ο Αρχιεπίσκοπος του Κιέβο κήρυξε την ένωση, αλλά η πλειοψηφία του λαού στην Ουκρανία δεν την αποδέχθηκε, όμως εκείνοι που την αποδέχθηκαν αυτοαποκαλούνται σήμερα ως Έλληνες Καθολικοί. Δεδομένου ότι ο απώτερος στόχος του Βατικανού είναι να ενώσει το σύνολο του χριστιανικού κόσμου υπό την εποπτεία του, το Βατικανό έχει από τότε εργαστεί επιμελώς για την ενίσχυση της διάλυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δημιουργώντας τις δικές του Ουνιτικές Εκκλησίες, χωρίς να λάβει υπόψη τη βία και τις δολοφονίες που προκύπτουν από αυτή την ένωση. Τα μέλη αυτών των Ουνιτικών Εκκλησιών έχουν μετατρέψει χώρες όπως την Ουκρανία, τη Τσεχία και τη Σλοβακία, καθώς και τη Ρουμανία σε πεδίο προσηλυτισμού των Ορθόδοξων προς την Ουνία του Βατικανού. Όμως, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει επίσης μεταφέρει την πολιτική της Ουνίας και στη Μέση Ανατολή, όπου βρήκαν γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία Ουνιτικών Εκκλησιών, δεδομένου ότι οι ποιμενάρχες από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αντιόχειας και Ιεροσολύμων δείχνουν πολύ λίγο ενδιαφέρον για τις ανάγκες του Ορθόδοξου ποιμνίου τους. Ως αποτέλεσμα, σήμερα πολλοί αραβόφωνοι Ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν μετακινηθεί σε Ουνιτικές Εκκλησίες και είναι συλλογικά γνωστοί ως Μεχλίτες η Μελκίτες. Στο Λίβανο και τη Συρία, οι Ουνίτες κάνουν θραύση, εκμεταλλευόμενοι τις ποιμαντικές αδυναμίες του Ορθόδοξου Πατριαρχείου της Αντιοχείας. 

Με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης, το Βατικανό μετακινήθηκε προς τη Ρωσία προσπαθώντας να προσηλυτίσει Ορθοδόξους μέσω της Ουνίας και να τους βάλει στην επήρεια του. Αυτή η πολιτική του Βατικανού έχει δημιουργήσει τρομερές εντάσεις μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το γεγονός ότι τα μέλη των Ουνιτών εμφανίζονται και φαίνονται Ορθόδοξοι μπορεί να είναι πολύ παραπλανητικό για τους ανυποψίαστους Ορθοδόξους πιστούς, οι οποίοι μπορεί να συμμετάσχουν σε μία τέτοια εκκλησία χωρίς να συνειδητοποιούν ότι στη πραγματικότητα αυτή η εκκλησία είναι υπό την εποπτεία του Πάπα στο Βατικανό.

Στην Ελλάδα αυτοαποκαλούνται Ελληνική Καθολική Εξαρχία, και αυτός ο μικρός αριθμός των 2,000 Ουνιτών προέρχεται από πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης και είναι ως επί το πλείστων συγκεντρωμένοι στην Αθήνα. Λαμβάνοντας υπόψη το μικρό τους αριθμό, προς τιμή τους, είναι πολύ καλά οργανωμένοι έχοντας υπό τη εποπτεία τους δύο νοσοκομεία (<<Η Παμμακάριστος>>, οδός Ιακωβάτων, το ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» (Νέα Μάκρη) και η Εστία Θεία Πρόνοια (Νέος Κόσμος), τρία μοναστήρια, και την Εκκλησία της Αγίας Τριάδος στην Αχαρνών, καθώς και μια πολύ ενεργό δραστηριότητα εκδίδοντας εφημερίδες με θέματα των Ουνιτών. Μεταξύ άλλων εκδίδουν την εφημερίδα «Καθολική» και διευθύνουν τις «Εκδόσεις του Καλού Τύπου».

Η ύπαρξη των Ουνιτών και η αντί-Ορθόδοξη πολιτική του Βατικανού που τους δημιούργησε και που τους συντηρεί, έχει δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό κλίμα για τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο μεγάλων Εκκλησιών της Χριστιανοσύνης. Όσο το Βατικανό λειτουργεί με ένα τέτοιο παραπλανητικό και ενδοιαστικό τρόπο κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν θα υπάρξει ποτέ καμία ένωση μεταξύ των δύο Εκκλησιών .Όσο ο κάθε διαδοχικός Πάπας συμπεριφέρεται σαν ένα σαρκοβόρο αρνί προς τους Ορθοδόξους, δεν θα υπάρξει ποτέ καμία εμπιστοσύνη μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Βατικανού.

NOCTOC


ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

Πρωτοπρ. ΓεώργιοΥ ΜεταλληνόΥ, 

Ἡ Οὐνία στήν Ἑλλάδα


 
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός 
 
Μιλώντας για Ελλάδα, εννοούμε το Ελληνικό Κράτος (1839 κ.ε.), διότι ήδη κατά τη διάρκεια της δουλείας (Τουρκοκρατίας, Ενετοκρατίας) οι ανοργάνωτοι ακόμη Ουνίτες ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στον ιστορικό ελληνικό χώρο, κινούμενοι τόσο στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και στις ενετοκρατούμενες περιοχές. Όπως και παραπάνω υπογραμμίσθηκε, οι απόφοιτοι του Κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου ανέπτυξαν έντονη ουνιτική (ενωτική) δραστηριότητα μεταξύ των ομογλώσσων και ομοεθνών τους. Οι Ιησουΐτες, που ενίσχυαν την ουνιτική αυτή κίνηση, εμφανίσθηκαν από το 1583 και στην Κωνσταντινούπολη και με τα μέσα που διέθεταν (χρήμα, εκδόσεις, πολιτική κάλυψη) έγιναν ο «κακός δαίμονας» της Ρωμαίικης Εθναρχίας, που είχε την ευθύνη για ολόκληρο το ρωμαίικο μιλλέτι, τους Ρωμηούς-Ορθοδόξους-των Βαλκανίων και της Μικρασίας.

Οι κατά καιρούς ενέργειες των εκκλησιαστικών Ηγετών και μάλιστα Πατριαρχών, κατά της δράσεως της Ουνίας, είναι άμεση επιβεβαίωση της φθοροποιού παρουσίας της στην «καθ᾽ ημάς Ανατολήν». Ακριβώς η δράση του Παπισμού στην Ανατολή μέσω της Ουνίας ήταν η αφορμή συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1722 στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία έλαβαν μέρος οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ’, Αντιοχείας Αθανάσιος Γ’ και Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Η Σύνοδος σε σχετική Εγκύκλιό της προς το ορθόδοξο πλήρωμα κατεδίκασε την Ουνία και επεσήμανε τους κινδύνους που περιέκλειε η δράση της στην Ανατολή.
Σε ανάλογη ενέργεια προέβη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ το 1838, φανερώνοντας έτσι τον συνεχιζόμενο ουνιτικό κίνδυνο. Η πατριαρχική Εγκύκλιος τους αποκαλεί «προβατόσχημους λύκους, δολίους και απατεώνας», στηλιτεύοντας τη σκοτεινή δράση τους κυρίως στη Συρία, Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Μετά τον κριμαϊκό πόλεμο άρχισε η κρίση των Ουνιτών στη Βουλγαρία, επαρχία της Ρωμαίικης Εθναρχίας, μια κίνηση που παράλληλα με άλλους παράγοντες (πανσλαβισμός) οδήγησε στον Βουλγαρικό σχίσμα του 1870 και της Βουλγαρική Εξαρχία (1872). Αλλά και το 1887 το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηλίτευσε την παράνομη δράση των Ουνιτών σε Εγκύκλιό του.
Από το 1897 αρχίζει η δράση στην Ανατολή των Γάλλων Ασσομπσιονιστών μοναχών, απεσταλμένων του Πάπα Λέοντος ΙΓ’. Ηγετικά τους στελέχη ήσαν οι γνωστοί και από την επιστήμη L. Petit και J. Pargoire, που εκηλίδωσαν την επιστημονική φήμη τους με τον προπαγανδιστικό τους ρόλο. Οι Ασσομπσιονιστές ανέλαβαν την υποστήριξη των Ουνιτών της Βουλγαρίας και προπαγάνδιζαν την Ουνία στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη. Με εντολή του πάπα Βενέδικτου ΙΓ’ Λατίνοι Κληρικοί λειτουργούσαν με ορθόδοξα άμφια σε ναούς των παπικών σχολείων της Κωνσταντινουπόλεως για προπαγανδιστικούς, φυσικά, λόγους. Έτσι, αναγκάστηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ να εκδώσει (24.3.1907) νέα εγκύκλιο κατά των Ουνιτών και της Παπικής προπαγάνδας.
Με την καθοδήγηση και υποστήριξη των Ασσομπσιονιστών, που κυκλοφορούσαν με ορθόδοξη περιβολή, εμφανίσθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Ουνίτες στα 1907, οργανωμένοι σε συγκεκριμένη κοινότητα. Μαθητής του προπαγανδιστού Υακίνθου Μαραγκού, δομινικανού μοναχού, ήταν ο κληρικός Ησαΐας Παπαδόπουλος, ο οποίος έδρασε προσηλυτιστικά στην Πόλη και αργότερα κλήθηκε στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Γρατιανουπόλεως. Ήδη το 1877 είχε γίνει παπικός. Βοηθός του Ησ. Παπαδοπούλου ήταν ο Γεώργιος Χαλαβαζής, γεννημένος στη Σύρο από παπικούς γονείς. Σπούδασε στο ουνιτικό Κολλέγιο της Ρώμης και το 1907 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από παπικό επίσκοπο. Στάλθηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε ουνιτική δράση, η οποία τόσο εκτιμήθηκε από τον πάπα Βενέδικτο, ώστε το 1920 τον προήγαγε σε τιτουλάριο επίσκοπο Θεοδωρουπόλεως. Η δράση του, όπως και των άλλων συνεργών του, στράφηκε ιδιαίτερα στην ελληνική νεολαίο μέσω της παιδείας. Εκατοντάδες ελληνόπουλα τρέφονταν με το δηλητήριο της παπικής Ουνίας. Ίδρυσαν, μάλιστα, και γυναικείο μοναχικό τάγμα «αδελφών Ελληνίδων», με το όνομα «Θεοτόκος Παμμακάριστος», που κυκλοφορούσαν με το ορθόδοξο ράσο και για να μη κινούν υποψίες και για να δρουν ευκολότερα.
Στην κυρίως Ελλάδα (Ελληνικό Κράτος) η Ιερά Σύνοδος υπό τον Μητροπολίτης (Αρχιεπίσκοπο) Αθηνών Θεόκλητο Α’ εξέδωσε Εγκύκλιο το 1903, επισημαίνοντας τον κίνδυνο από την εμφάνιση πρακτόρων της Ουνίας στον ελλαδικό χώρο. Ως το 1922 δεν μπόρεσε να οργανωθεί η ουνιτική προπαγάνδα στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1922 όμως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ο Γεώργιος Χαλαβαζής μετέφερε το κέντρο της δράσεώς του από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, εγκαθιστώντας το σχολείο τους στο Ηράκλειο των Αθηνών και το τάγμα των καλογραιών τους στη Νάξο. Στην Αθήνα συνέχισαν την «φιλανθρωπική» τους δραστηριότητα, αναπτύσσοντας μεγάλη κινητικότητα στον κοινωνικό χώρο για την προβολή τους, και μάλιστα μεταξύ των προσφύγων, σε σημείο που ο Γ. Χαλαβαζής να παρασημοφορηθεί από την Ελληνική Πολιτεία! Αυτό όχι μόνο εδραίωσε την παρουσία των Ουνιτών στην Ελλάδα, αλλά ετόνωσε και το αυτοσυναίσθημά τους, ώστε να υπογραμμίζουν, ότι το έργο τους αναπτυσσόταν «με την ευμενή συγκατάθεση των Αρχών». Ανάλογα έγραφαν στις Εταιρείες τους και οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι τον 19ο αιώνα, κινούμενοι και τότε με την προστασία των Ελληνικών Αρχών…Κυρίως «κυρίες και δεσποινίδες της αριστοκρατίας (sic)» προπαγάνδιζαν την εκπαιδευτική δραστηριότητα των Ουνιτών. Η αποδοχή τους, δηλαδή, ελάμβανε χώρα στον εκδυτικισμένο χώρο της ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελλαδική Εκκλησία δεν αδράνησε, ούτε άφησε το ορθόδοξο πλήρωμα απληροφόρητο. Πρώτη επίσημη αντίδραση της έγινε με έγγραφο της Ι. Συνόδου προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το 1924, επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’ (Παπαδοπούλου). Η καταγγελία της Ιεράς Συνόδου συνοδευόταν με διαμαρτυρία για την αδιαφορία του Κράτους και το αίτημα να κλεισθούν ο ουνιτικός ναός και τα άλλα ουνιτικά ιδρύματα, διότι διευκόλυναν τη λατινική προπαγάνδα στη Χώρα μας. Ήταν δε ήδη γνωστή η ανθελληνική στάση της Ρώμης και του Πάπα στη μικρασιατική καταστροφή, όπως και προηγουμένως στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Στις 7 Απριλίου 1925 εκδόθηκε Εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου κατά των Ουνιτών, που προκάλεσε έντονη την αντίδραση του Γεωργίου Χαλαβαζή. Ακολούθησε δε αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών (1926 ε.), στην οποία ο Αθηνών Χρυσόστομος, καθηγητής Πανεπιστημίου και Ιστορικός, αναλύει με δύναμη και παρρησία το ουνιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα και τον κίνδυνο, πνευματικό και πολιτικό, του Ελληνικού Λαού. Αφήνει όμως, δυστυχώς, ανέγγιχτο το πρόβλημα της ουσίας του Παπισμού, της εκκλησιαστικότητάς του.
Το πρόβλημα των Ουνιτών εισήλθε και στην Ελληνική Βουλή (1929), χωρίς όμως να δοθεί λύση. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες του Ελληνικού Κλήρου οδήγησαν σε δύο δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται για βουλεύματα του Εφετείου Αθηνών (1930) και του Αρείου Πάγου (1931), που επέβαλλαν στους Ουνίτες την απαγόρευση να φορούν το εξωτερικόν ένδυμα των ορθοδόξων κληρικών της Χώρας, για να αποφεύγεται η επιδιωκομένη από τους Ουνίτες σύγχυσή τους με τον ορθόδοξο Κλήρο. Ουδέποτε όμως οι Ουνίτες σεβάστηκαν με συνέπεια αυτή την απόφαση. Αντίθετα ο Ουνιτισμός απλώθηκε και στους Έλληνες και λοιπούς Ορθοδόξους του εξωτερικού (Ευρώπης, Αμερικής) επηρεάζοντας και από το χώρο της διασποράς την ενδοελληνική πραγματικότητα υπέρ του Παπισμού και των σχεδίων του.
Πηγή: π. Γ. Μεταλληνός, Ουνία. Πρόσωπο και προσωπείο.

 Η Ουνία χθες και σήμερα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 19993, σσ. 28-31.  Από Πεμπτουσία
http://aktines.blogspot.gr/2013/01/blog-post_7612.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου